- διαπασών
- Αναλλοίωτος ήχος, που χρησιμεύει για τη σωστή τονοδότηση των μουσικών οργάνων. Η συχνότητά του καθορίστηκε από την Ακαδημία του Παρισιού, έτσι ώστε να δίνει τον φθόγγο σε Λα3 με 435 διπλές παλμικές κινήσεις ανά δευτερόλεπτο. Αργότερα, και ύστερα από συμφωνία που υιοθετήθηκε σχεδόν διεθνώς, οι παλμικές κινήσεις του Λα3 καθορίστηκαν σε 440.
Στο παρελθόν το τονικό ύψος της δ. ποίκιλλε σημαντικά, ανάλογα με τη χώρα ή, ορισμένες φορές, ανάλογα με το είδος της μουσικής. Έτσι, για παράδειγμα, εκτελούσαν τη φωνητική μουσική με δ. διαφορετική από εκείνη της οργανικής μουσικής. Τον 17ο και 18ο αι. το τονικό ύψος της δ. υπερέβαινε σχεδόν κατά έναν τόνο το σημερινό.
Δ. ή τονοδότης ονομάζεται επίσης το όργανο με το οποίο είναι δυνατόν να παραχθεί ένας απλός ήχος με καθορισμένη συχνότητα· με τρόπο δηλαδή τέτοιο ώστε η ευρύτητα των παλμικών κινήσεων του μέσου με το οποίο παράγεται αυτός ο ήχος να ποικίλλει περιοδικά στον χρόνο κατά τον νόμο των ημιτονοειδών κυμάνσεων. Ο τονοδότης κατασκευάζεται από ατσάλι και έχει σχήμα δίκρανου, οι δύο κεραίες του οποίου είναι αρκετά μακρές σε σχέση με τη λαβή. Ο ερεθισμός συντελείται συνήθως χτυπώντας τη μία από τις δύο κεραίες. Εξαιτίας όμως της αντήχησης, τίθενται σε παλμική κίνηση και οι δύο κεραίες, που με τη σειρά τους δονούν τα πιο κοντινά μόρια του ατμοσφαιρικού αέρα, δημιουργώντας έτσι τον ήχο. Τον τονοδότη επινόησε πρώτος το 1711 ο Τζον Σορ, οργανοποιός στο βασιλικό παρεκκλήσιο του Λονδίνου.
Οι παλμικές κινήσεις, που ποικίλλουν στον χρόνο κατά τον νόμο των ημιτονοειδών κυμάνσεων, καθώς και η συχνότητα εξαρτώνται από το μήκος και το πάχος των κεραιών του οργάνου. Ο βαθμός της καθαρότητας του ήχου, δηλαδή η σταθερότητα της συχνότητας των παλμικών κινήσεων, εξαρτάται από την ποιότητα του ατσαλιού.
Σήμερα, για την τονοδότηση των μουσικών οργάνων χρησιμοποιούνται και ηλεκτρονικοί τονοδότες.
Διαπασών με ηχείο, που δίνει τον φθόγγο Λα3 με 440 διπλές παλμικές κινήσεις το δευτερόλεπτο.
* * *(ορθότερο: διά πασών), η, το (Α διαπασῶν)1. η όγδοη μουσική νότα (ντο 1 - ντο 2)2. μουσικό διάστημα μιας κλίμακας, η ογδόηνεοελλ.1. φρ. «επιστόμιο διαπασών» — μικρό μουσικό όργανο με επικρουστική γλωττίδα2. οξύτατος τόνος (φωνής ή οργάνου)3. το αποκορύφωμα προσπάθειας, το έπακρο4. τα δύο κλειδιά τού αρμονίου (εκκλησιαστικού οργάνου) («κλειστή διαπασών, ανοικτή διαπασών»).
Dictionary of Greek. 2013.